φυλακή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυλακή | οι | φυλακές |
γενική | της | φυλακής | των | φυλακών |
αιτιατική | τη | φυλακή | τις | φυλακές |
κλητική | φυλακή | φυλακές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φυλακή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φυλακή (φρούρηση)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.laˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐λα‐κή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυλακή θηλυκό
- χώρος κράτησης καταδίκων
- ↪ Οι κρατούμενοι μετήχθησαν από τη φυλακή Κορυδαλλού στη φυλακή Πατρών
- ποινή για αδικήματα στα ποινικά δικαστήρια
- ↪ Έφαγε δέκα χρόνια φυλακή
- ποινή στρατιωτική
- ↪ Μου έριξε δέκα μέρες φυλακή για τα κορδόνια!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χώρος κράτησης καταδίκων
[επεξεργασία]
- ↑ φυλακή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)