στενή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στενή θηλυκό
- (αργκό) η φυλακή
- τον χώσανε στη στενή
- έκανε δυο χρόνια στη στενή
- (αργκό) το κρατητήριο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στενή