Μετάβαση στο περιεχόμενο

jail

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jail jails

jail (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η φυλακή
      They put him in jail.
    Τον έβαλαν στη φυλακή.
      He escaped from jail.
    Δραπέτευσε από τη φυλακή.
  2. (ειδικότερα, ΗΠΑ, επίσημο) η τοπική φυλακή, χώρος κράτησης, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για άτομα που αναμένουν να δικαστούν ή δικάζονται (προφυλακισμένοι), για καταδικασμένους σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα ή για παροδική κράτηση κατάδικων μέχρι να μεταφερθούν σε πολιτειακές ή ομοσπονδιακές φυλακές
     δείτε και τις λέξεις prison και penitentiary

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
ενεστώτας jail
γ΄ ενικό ενεστώτα jails
αόριστος jailed
παθητική μετοχή jailed
ενεργητική μετοχή jailing

jail (en)

  • φυλακίζω, βάζω στη φυλακή
      They arrested and jailed him.
    Τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν.