jail
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jail | jails |
jail (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η φυλακή
- ⮡ They put him in jail.
- Τον έβαλαν στη φυλακή.
- ⮡ He escaped from jail.
- Δραπέτευσε από τη φυλακή.
- ⮡ They put him in jail.
- (ειδικότερα, ΗΠΑ, επίσημο) η τοπική φυλακή, χώρος κράτησης, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για άτομα που αναμένουν να δικαστούν ή δικάζονται (προφυλακισμένοι), για καταδικασμένους σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα ή για παροδική κράτηση κατάδικων μέχρι να μεταφερθούν σε πολιτειακές ή ομοσπονδιακές φυλακές
- → δείτε και τις λέξεις prison και penitentiary
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | jail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jails |
αόριστος | jailed |
παθητική μετοχή | jailed |
ενεργητική μετοχή | jailing |
jail (en)