penitentiary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- penitentiary < μεσαιωνική λατινική penitentiaria < λατινική paenitens / poenitens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος paeniteo / poeniteo < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₁- (πληγώνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌpɛnɪˈtɛnʃəɹi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
penitentiary (en)
- σωφρονιστήριο, σωφρονιστική φυλακή
- (ΗΠΑ) (ειδικότερα, επίσημο) φυλακή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για καταδικασμένους σε πολυετείς φυλακίσεις για κακουργήματα, καθώς και για φυλακισμένους με βίαιο ιστορικό εκτός ή εντός των φυλακών