security

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
security securities

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
security < secure + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

security (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ασφάλεια, η σιγουριά, οι δραστηριότητες που συνεπάγονται με την προστασία μιας χώρας, ενός κτιρίου ή ενός ατόμου από επίθεση, κίνδυνο κτλ.
    ⮡  national/state security - εθνική/κρατική ασφάλεια
    ⮡  public security - δημόσια ασφάλεια
    ⮡  the UN Security Council - το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ
    ⮡  National Security Service - Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας
    ⮡  He is a risk to national security.
    Είναι άνθρωπος επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια.
     συνώνυμα: safety
  2. (μη μετρήσιμο) ο έλεγχος, ένα μέρος σε ένα αεροδρόμιο όπου μια αρχή ελέγχει τις αποσκευές μου
    ⮡  At airport security it is mandatory to show your ticket.
    Στον έλεγχο του αεροδρομίου είναι υποχρεωτικό να δείξεις το εισητήριό σου.
  3. (μη μετρήσιμο) η ασφάλεια, το τμήμα μεγάλης εταιρείας ή οργανισμού που ασχολείται με την προστασία των κτιρίων, του εξοπλισμού και του προσωπικού της
    ⮡  private security - ιδιωτική ασφάλεια
    ⮡  the personal security of the prime minister - η προσωπική ασφάλεια του υπουργού
  4. (μη μετρήσιμο) η ασφάλεια, η προστασία από κάτι κακό που μπορεί να συμβεί στο μέλλον
    ⮡  It exceeded the security limit.
    Ξεπέρασε το όριο ασφαλείας.
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εγγύηση, ένα πολύτιμο αντικείμενο, όπως ένα σπίτι, που συμφωνώ να δώσω σε κάποιον εάν δεν είμαι σε θέση να επιστρέψω τα χρήματα που έχω δανειστεί από αυτόν
    ⮡  I pay a sum of money as security
    Καταβάλλω ένα χρηματικό ποσό ως εγγύηση.
    ⮡  After the expiration of the lease, the lessor is obliged to return the full amount of the security deposit.
    Μετά τη λήξη της μίσθωσης ο εκμισθωτής οφείλει να επιστρέψει ακέραιο το ποσό της εγγύησης.
  6. (οικονομία, συνήθως πληθυντικός) το χρεόγραφο, το αξιόγραφο, έγγραφα που αποδεικνύουν ότι κάποιος είναι κάτοχος μετοχών κτλ. σε μια συγκεκριμένη εταιρεία
    ⮡  government securities - κρατικά χρεόγραφα

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]