secure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
secure (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | secure |
γ΄ ενικό ενεστώτα | secures |
αόριστος | secured |
παθητική μετοχή | secured |
ενεργητική μετοχή | securing |
secure (en)
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
secure (ro)