ασφαλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφαλής η ασφαλής το ασφαλές
      γενική του ασφαλούς* της ασφαλούς του ασφαλούς
    αιτιατική τον ασφαλή την ασφαλή το ασφαλές
     κλητική ασφαλή(ς) ασφαλής ασφαλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφαλείς οι ασφαλείς τα ασφαλή
      γενική των ασφαλών των ασφαλών των ασφαλών
    αιτιατική τους ασφαλείς τις ασφαλείς τα ασφαλή
     κλητική ασφαλείς ασφαλείς ασφαλή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασφαλής < αρχαία ελληνική ἀσφαλής

Επίθετο[επεξεργασία]

ασφαλής

  1. που δεν κινδυνεύει από επίθεση, ατύχημα, σφάλμα κλπ
    οι επιβάτες του άλλου αυτοκινήτου είναι όλοι σώοι και ασφαλείς
    είναι ασφαλές να πούμε ότι το χρηματιστήριο έχει ανακάμψει;
  2. που δεν σφάλλει, επιβεβαιωμένος, ελεγμένος
    ασφαλείς πληροφορίες μιλούν για δεκάδες νεκρούς από το σεισμό
     αντώνυμα: ανεπιβεβαίωτος
  3. (πληροφορική) κωδικός πρόσβασης δύσκολος να αποκαλυφθεί, που έχει μέγεθος τουλάχιστον 8 χαρακτήρες, συνδυάζει κεφαλαία με πεζά γράμματα, αριθμούς, σύμβολα και όλα αυτά όχι σε κάποια λογική σειρά
     συνώνυμα: ισχυρός κωδικός πρόσβασης
    υπερώνυμα: κωδικός πρόσβασης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]