πεζός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεζός < αρχαία ελληνική πεζός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεζός αρσενικό
- που κινείται με τα πόδια, σε αντίθεση με τους εποχούμενους
Επίθετο[επεξεργασία]
πεζός
- που κινείται με τα πόδια
- (στη λογοτεχνία) που δεν είναι ποιητικός
- (για γράμματα) όχι κεφαλαίος
- (για στρατιωτική μονάδα) χερσαίος
- (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πρωτοτυπίας
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ως ουσιαστικό, που δεν είναι εποχούμενος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πεζός < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ped
Επίθετο[επεξεργασία]
πεζός
- που κινείται με τα πόδια
- (στη λογοτεχνία) που δεν είναι ποιητικός
- (ειδικότερα) που δεν συνοδεύεται από μουσική ή δεν είναι μελωδικός
- (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πρωτοτυπίας
- που κινείται στην ξηρά
- (κατ' επέκταση) στρατιώτης που ανήκει σε σώμα στρατού το οποίο κινείται στην ξηρά
- (για ζώα) χερσαίος