πεζός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πεζός | η | πεζή | το | πεζό |
γενική | του | πεζού | της | πεζής | του | πεζού |
αιτιατική | τον | πεζό | την | πεζή | το | πεζό |
κλητική | πεζέ | πεζή | πεζό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πεζοί | οι | πεζές | τα | πεζά |
γενική | των | πεζών | των | πεζών | των | πεζών |
αιτιατική | τους | πεζούς | τις | πεζές | τα | πεζά |
κλητική | πεζοί | πεζές | πεζά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- πεζός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πεζός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /peˈzos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζός
Επίθετο[επεξεργασία]
πεζός, -ή, -ό
- που κινείται με τα πόδια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεζός αρσενικό
- που κινείται με τα πόδια, σε αντίθεση με τους εποχούμενους
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη πεδίο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ως ουσιαστικό, που δεν είναι εποχούμενος
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- πεζός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεζός
Επίθετο[επεξεργασία]
πεζός, -ή, -ό
- (λογοτεχνία) που δεν είναι ποιητικός
- ↪ πεζός λόγος
- → δείτε και τις λέξεις πεζό και πεζογράφημα
- (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πρωτοτυπίας
- (γράμμα) όχι κεφαλαίος
- (στρατιωτικός όρος)χερσαίος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πεζός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πεζός | ἡ | πεζή | τὸ | πεζόν |
γενική | τοῦ | πεζοῦ | τῆς | πεζῆς | τοῦ | πεζοῦ |
δοτική | τῷ | πεζῷ | τῇ | πεζῇ | τῷ | πεζῷ |
αιτιατική | τὸν | πεζόν | τὴν | πεζήν | τὸ | πεζόν |
κλητική ὦ! | πεζέ | πεζή | πεζόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | πεζοί | αἱ | πεζαί | τὰ | πεζᾰ́ |
γενική | τῶν | πεζῶν | τῶν | πεζῶν | τῶν | πεζῶν |
δοτική | τοῖς | πεζοῖς | ταῖς | πεζαῖς | τοῖς | πεζοῖς |
αιτιατική | τοὺς | πεζούς | τὰς | πεζᾱ́ς | τὰ | πεζᾰ́ |
κλητική ὦ! | πεζοί | πεζαί | πεζᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεζώ | τὼ | πεζᾱ́ | τὼ | πεζώ |
γεν-δοτ | τοῖν | πεζοῖν | τοῖν | πεζαῖν | τοῖν | πεζοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πεζός, ήδη ομηρικό < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ped → δείτε και τη λέξη πούς
Επίθετο[επεξεργασία]
πεζός, -ή, -όν, συγκριτικός : πεζότερος, υπερθετικός : πεζότατος
- που κινείται με τα πόδια, όπως πεζός
- που κινείται στην ξηρά
- (κατʼ επέκταση) στρατιώτης που ανήκει σε σώμα στρατού το οποίο κινείται στην ξηρά
- (ζωολογία, για ζώα) χερσαίος
- (ελληνιστική σημασία)
- (λογοτεχνία) που δεν είναι ποιητικός
- (ειδικότερα) που δεν συνοδεύεται από μουσική ή δεν είναι μελωδικός
- (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πρωτοτυπίας
[επεξεργασία]
- πεζῇ
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
→ και δείτε τη λέξη πεδίον
Πηγές[επεξεργασία]
- πεζός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πεζός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνία (νέα ελληνικά)
- Γράμματα (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζωολογία (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Λογοτεχνία (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)