Μετάβαση στο περιεχόμενο

pedestrian

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pedestrian pedestrians

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pedestrian (en)

  1. ο πεζός
     συνώνυμα: walker
  2. (μεταφορικά) ο κοινότυπος

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]