walker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
walker | walkers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
walker (en)
- ο πεζός
ενικός | πληθυντικός |
walker | walkers |
walker (en)