πεζή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /peˈzi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζή
- ομόηχο: πεζοί
- τονικό παρώνυμο: παίζει
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
πεζή (τροπικό επίρρημα)
- με τα πόδια
- ※ Αφού οι προσπάθειές μας για ωτοστόπ ή λεωφορείο δεν είχανε αποτέλεσμα, ξεκινήσαμε πεζή. (Αντώνης Σαμαράκης, Το λάθος)
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- πεζή: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πεζή
[επεξεργασία]
- ↑ πεζή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ πεζός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πεζή
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τροπικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)