πέζα
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πέζα θηλυκό
- πόδι
- βάση
- άκρο, το τέλος ενός σώματος
- πέζα ἠπείροιο (η ακτογραμμή, το τέλος της ξηράς)
- κράσπεδο
- πιθανόν αρκαδικός τύπος για τη λέξη πούς
- δωρικός τύπος του πούς