prose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prose (en)
- πεζός-άμετρος λόγος (προφορικός ή γραπτός)
Ρήμα[επεξεργασία]
prose (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
prose | proses |
prose (fr) θηλυκό