perso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

perso (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (οικείο) προσωπικός
    → δείτε τη λέξη personnel

Επίρρημα[επεξεργασία]

perso (fr)

  1. (οικείο) προσωπικά, σε ό,τι με αφορά
    → δείτε τη λέξη personnellement

Αναγραμματισμοί[επεξεργασία]