sûr

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sûr sûrs
θηλυκό sûre sûres

sûr (fr)

  1. σίγουρος
    je ne suis pas sûr - δεν είμαι σίγουρος
  2. ασφαλής
    il est en lieu sûr - βρίσκεται σε ασφαλή τόπο
  3. έμπιστος

Εκφράσεις[επεξεργασία]