αξιόγραφο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αξιόγραφο ουδέτερο
- (οικονομία) (επίσημο) έγγραφο που δηλώνει ή αντιπροσωπεύει κάποιο ποσό ή αξία που ανήκει στον κάτοχο του αξιόγραφου