εγγύηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγγύηση | οι | εγγυήσεις |
γενική | της | εγγύησης* | των | εγγυήσεων |
αιτιατική | την | εγγύηση | τις | εγγυήσεις |
κλητική | εγγύηση | εγγυήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγγυήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγγύηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγγύη(σις) + -ση < ἐγγύη & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική garantie η από την αγγλική guaranty[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eŋˈɟi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐γύ‐η‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγγύηση θηλυκό
- υλική, ηθική ή άλλη εξασφάλιση για την τήρηση των συμφωνηθέντων
- γραπτή απόδειξη καλής λειτουργίας ή ποιότητας ενός πωλουμένου αγαθού
- διαβεβαίωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγγύηση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εγγύηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)