bond

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bond bonds

bond (en)

  1. (μετρήσιμο) ο δεσμός, τα δεσμά, που συνδέει μεταξύ τους δύο άτομα ή σύνολα από συναισθηματική, κοινωνική, οικονομική κ.α. άποψη
    the bond of marriage - ο δεσμός του γάμου
    family bonds - οικογενειακοί δεσμοί
    the bonds of friendship - τα δεσμά της φιλίας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη link
  2. (επίσημο, μόνο στον πληθυντικό) τα δεσμά, οτιδήποτε με εμποδίζει να είμαι ελεύθερος να κάνω αυτό που θέλω
    the bonds of slavery - τα δεσμά δουλείας
     συνώνυμα: shackles
  3. (χημεία) ο χημικός δεσμός
    covalent bond - ομοιοπολικός δεσμός
  4. (οικονομία) η ομολογία, το ομόλογο, ομολογιακό δάνειο
  5. χρήματα που καταβάλλονται ως μέρος της εγγύησης (bail) προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος ένας κρατούμενος και κατόπιν δεν επιστρέφονται

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας bond
γ΄ ενικό ενεστώτα bonds
αόριστος bonded
παθητική μετοχή bonded
ενεργητική μετοχή bonding

bond (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) δένω, κολλάω, συνδέω τα μέρη ενός πράγματος σε ενιαίο και χρηστικό σύνολο
    Goldsmiths bond gold when processing it.
    Οι χρυσοχόοι δένουν το χρυσό κατά την επεξεργασία του.
    I am bonding two pieces of metal together.
    Κολλώ δυο μέταλλα.
     συνώνυμα: bind

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bond (fr)