shackle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shackle | shackles |
shackle (en)
- (επίσημο, μόνο στον πληθυντικό) τα δεσμά, μια συγκεκριμένη κατάσταση ή ένα σύνολο συνθηκών που με εμποδίζουν να πω ή να κάνω αυτό που θέλω
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | shackle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shackles |
αόριστος | shackled |
παθητική μετοχή | shackled |
ενεργητική μετοχή | shackling |
shackle (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- shackle (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- shackle (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 212. ISBN 9780194325684., λήμμα: δεσμά