ομόλογο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ομόλογο | τα | ομόλογα |
γενική | του | ομόλογου & ομολόγου |
των | ομόλογων & ομολόγων |
αιτιατική | το | ομόλογο | τα | ομόλογα |
κλητική | ομόλογο | ομόλογα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομόλογο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ομόλογο ουδέτερο
- τίτλος που αντιστοιχεί σε τμήμα ενός δανείου και με τον οποίο ο εκδότης του (ο οφειλέτης) αναγνωρίζει την υποχρέωση να πληρώσει στον κάτοχό του το αναγραφόμενο χρηματικό ποσό στο σύνολό του κατά τη λήξη του
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ομόλογο