guarantee
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌɡæɹənˈtiː/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌɡɛəɹənˈtiː/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
guarantee | guarantees |
guarantee (en)
- η εγγύηση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | guarantee |
γ΄ ενικό ενεστώτα | guarantees |
αόριστος | guaranteed |
παθητική μετοχή | guaranteed |
ενεργητική μετοχή | guaranteeing |
guarantee (en)
- εγγυώμαι
- ↪ I guarantee you that we have enough supplies to last us till the end of the month.
- Σου εγγυώμαι πως έχουμε αρκετές προμήθειες για να μας διαρκέσουν μέχρι το τέλος του μήνα.
- ↪ I guarantee you that we have enough supplies to last us till the end of the month.