high

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός high
συγκριτικός higher
υπερθετικός highest

high (en)

  1. χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απόσταση που μετράει κάτι από κάτω ως πάνω
    higher up on the same page - παραπάνω στην ίδια σελίδα
  2. ψηλός, σε επίπεδο που είναι πολύ πάνω από το έδαφος ή πάνω από το επίπεδο της θάλασσας
    I can’t reach it, it’s too high.
    Δεν μπορώ να το φτάσω, είναι πολύ ψηλά.
    The wall is 3 meters high.
    Ο τοίχος είναι 3 μέτρα ύψος.
  3. υψηλός, μεγαλύτερο ή καλύτερο από το κανονικό σε ποσότητα ή ποιότητα, μέγεθος ή βαθμό
    Tourism in combination with agricultural production ensures a high income.
    Ο τουρισμός σε συνδυασμό με την αγροτική παραγωγή εξασφαλίζει ένα υψηλό εισόδημα.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός high
συγκριτικός higher
υπερθετικός highest

high (en)

  1. ψηλά, σε ή προς μια θέση που βρίσκεται πολύ ψηλά από το έδαφος
    We climbed high.
    Αναρριχηθήκαμε ψηλά.
  2. ψηλά, σε ή προς μια μεγάλη αξία, ποσό ή τιμή
    Prices climb high when there’s a shortage of goods.
    Οι τιμές ανεβαίνουν ψηλά όταν υπάρχει έλλειψη αγαθών.

Πηγές[επεξεργασία]