υψηλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υψηλός < αρχαία ελληνική ὑψηλός < ὕψος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.psi.ˈlɔs/ αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
υψηλός, -ή, -ό
- που έχει μεγάλο ύψος
- οξύς, μεγάλος ως προς τη συχνότητα (για ήχους και )
- δεν ακούει καλά τις υψηλές συχνότητες
- (μεταφορικά) μεγάλος, πολύς
- (μεταφορικά) που συνοδεύεται από ισχύ, κύρος
- (μεταφορικά) ευγενικός, περήφανος, μεγαλοπρεπής
- (μεταφορικά) έντονος, δυνατός
- η συζήτηση διεξήχθη σε υψηλούς τόνους
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αφ᾿ υψηλού : υπεροπτικά, αλαζονικά
[επεξεργασία]
- υψηλότητα
- υψηλόβαθμος
- υψηλόμισθος
- υψηλόφωνος
- υψηλόφρων
- → δείτε τη λέξη ψηλός