περήφανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περήφανος < αρχαία ελληνική ὑπερήφανος
Επίθετο[επεξεργασία]
περήφανος, -η, -ο
- που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από αξιοπρέπεια ή έχει ένα αυξημένο συναίσθημα αξιοπρέπειας, ώστε δεν επιτρέπει να τον υποτιμούν και να τον μειώνουν
- είναι πολύ περήφανος για να δεχτεί ελεημοσύνη
- που έχει μεγαλοπρέπεια στην εμφάνιση και στη στάση
- έχει περήφανο παράστημα
- που νιώθει ένα συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κάτι που απέκτησε ή που κατάφερε να κάνει, να δημιουργήσει
- είναι περήφανη για την τελευταία δουλειά της
- που η στάση και συμπεριφορά του δείχνουν μια υπερβολική αυτοεκτίμηση κι ένα ματαιόδοξο συναίσθημα ανωτερότητας έναντι των άλλων, ο υπερφίαλος, ο αλαζόνας, ο φαντασμένος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είναι περήφανος στα αφτιά: αυτός που έχει πρόβλημα ακοής ή προσποιείται ότι δεν ακούει
- κάνω κάποιον περήφανο: τον ικανοποιώ, τον κάνω να αισθάνεται περηφάνια
[επεξεργασία]
- απερηφάνευτα
- απερηφάνευτος
- περήφανα και υπερήφανα
- περηφάνια και υπερηφάνεια
- περηφανεύομαι και υπερηφανεύομαι
- ψωροπερηφάνια
- ψωροπερήφανος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περήφανος
|