περηφανεύομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περηφανεύομαι < ελληνιστική ὑπερηφανεύομαι < αρχαία ελληνική ὑπερήφανος
Ρήμα
[επεξεργασία]περηφανεύομαι
- → δείτε τη λέξη υπερηφανεύομαι
περηφανεύομαι