Μετάβαση στο περιεχόμενο

proud

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός proud
συγκριτικός prouder / more proud
υπερθετικός proudest / most proud

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

proud (en)

  • υπερήφανος, περήφανος, υπερηφανεύομαι, περηφανεύομαι
      She is proud of her children.
    Είναι υπερήφανη/περήφανη για τα παιδιά της.
      I am proud of us for doing this./I am proud that we are doing this.
    Είμαι περήφανος που το κάνουμε αυτό.
      He’s proud of himself for being unbeaten in chess./He’s proud he is unbeaten in chess.
    Υπερηφανεύεται ότι είναι ανίκητος στο σκάκι.
      I am very proud of my success.
    Περηφανεύομαι πολύ για την επιτυχία μου.
      I’m proud of myself for my skill as a pianist.
    Περηφανεύομαι για τη δεξιοτεχνία μου ως πιανίστας.
      She is proud of her son.
    Περηφανεύεται για το γιο της.