proud
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | proud |
συγκριτικός | prouder / more proud |
υπερθετικός | proudest / most proud |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
proud (en)
- υπερήφανος, περήφανος
- ↪ She is proud of her children.
- Είναι περήφανη για τα παιδιά της.
- ↪ She is proud of her children.