δυνατός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυνατός η δυνατή το δυνατό
      γενική του δυνατού της δυνατής του δυνατού
    αιτιατική τον δυνατό τη δυνατή το δυνατό
     κλητική δυνατέ δυνατή δυνατό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυνατοί οι δυνατές τα δυνατά
      γενική των δυνατών των δυνατών των δυνατών
    αιτιατική τους δυνατούς τις δυνατές τα δυνατά
     κλητική δυνατοί δυνατές δυνατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δυνατός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δυνατός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.naˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐να‐τός

Επίθετο

[επεξεργασία]

δυνατός

  1. με μεγάλη σωματική δύναμη
    Ο θείος μου είναι πολύ δυνατός, σηκώνει μεγάλα βάρη.
     συνώνυμα: ρωμαλέος, κραταιός, άλκιμος
     αντώνυμα: αδύναμος, καχεκτικός
  2. ο άνθρωπος με υψηλές ικανότητες για κάτι
    Οι δυνατοί φοιτητές έχουν μεγαλύτερες ελπίδες να πάρουν πτυχίο.
  3. ο ικανός
  4. ο εφικτός
    Δεν είναι νομικά δυνατή η εκδίωξη ενός κράτους μέλους από την ευρωζώνη.
     συνώνυμα: πιθανός
     αντώνυμα: ανέφικτος
  5. που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση ή σφοδρότητα
    φυσούσε δυνατός άνεμος
  6. (στη βυζαντινή ιστορία, ως ουσιαστικό) αυτός που ανήκει στην ανώτερη κοινωνική τάξη των πλούσιων γαιοκτημόνων και των πολιτικών και στρατιωτικών αρχόντων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε και τη λέξη δύναμαι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυνατός τὸ δυνατόν
      γενική τοῦ/τῆς δυνατοῦ τοῦ δυνατοῦ
      δοτική τῷ/τῇ δυνατ τῷ δυνατ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυνατόν τὸ δυνατόν
     κλητική ! δυνατέ δυνατόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυνατοί τὰ δυνατᾰ́
      γενική τῶν δυνατῶν τῶν δυνατῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς δυνατοῖς τοῖς δυνατοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυνατούς τὰ δυνατᾰ́
     κλητική ! δυνατοί δυνατᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυνατώ τὼ δυνατώ
      γεν-δοτ τοῖν δυνατοῖν τοῖν δυνατοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δυνατός δυνατή τὸ δυνατόν
      γενική τοῦ δυνατοῦ τῆς δυνατῆς τοῦ δυνατοῦ
      δοτική τῷ δυνατ τῇ δυνατ τῷ δυνατ
    αιτιατική τὸν δυνατόν τὴν δυνατήν τὸ δυνατόν
     κλητική ! δυνατέ δυνατή δυνατόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δυνατοί αἱ δυναταί τὰ δυνατᾰ́
      γενική τῶν δυνατῶν τῶν δυνατῶν τῶν δυνατῶν
      δοτική τοῖς δυνατοῖς ταῖς δυναταῖς τοῖς δυνατοῖς
    αιτιατική τοὺς δυνατούς τὰς δυνατᾱ́ς τὰ δυνατᾰ́
     κλητική ! δυνατοί δυναταί δυνατᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυνατώ τὼ δυνατᾱ́ τὼ δυνατώ
      γεν-δοτ τοῖν δυνατοῖν τοῖν δυναταῖν τοῖν δυνατοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δυνατός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

δυνατός -ή, -όν και -ός, -όν, συγκριτικός:δυνατώτερος, υπερθετικός: δυνατώτατος

  1. ισχυρός, ρωμαλέος, ακμαίος, ιδίως, στο σώμα
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 15.2
    ἐπειδὴ δὲ Θησεὺς ἐβασίλευσε, γενόμενος μετὰ τοῦ ξυνετοῦ καὶ δυνατὸς τά τε ἄλλα διεκόσμησε τὴν χώραν
    Όταν, όμως, βασιλεύς έγινε ο Θησεύς, που ήταν δυνατός και σώφρων, έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις,
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  2. (για πράγματα) πιθανός, εφικτός
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 106.5
    οἱ δὲ ἀφικομένης τῆς νεὼς καὶ ἀνέλπιστον τὴν εὐτυχίαν ἀκούσαντες ἐπί τε ταῖς περὶ τὴν Εὔβοιαν ἄρτι ξυμφοραῖς καὶ κατὰ τὴν στάσιν γεγενημέναις πολὺ ἐπερρώσθησαν καὶ ἐνόμισαν σφίσιν ἔτι δυνατὰ εἶναι τὰ πράγματα, ἢν προθύμως ἀντιλαμβάνωνται, περιγενέσθαι.
    Όταν έφτασε το καράβι και άκουσαν την ανέλπιστη επιτυχία οι Αθηναίοι, μετά τις πρόσφατες συμφορές της Εύβοιας και της εσωτερικής αναταραχής, αναθάρρησαν πολύ και πίστεψαν ότι είναι ακόμα δυνατόν να νικήσουν, αν αναλάβουν πρόθυμα την πολεμική προσπάθεια.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  3. εύπορος, σπουδαίος, ισχυρός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε και τη λέξη δύναμαι