potens

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

potens < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος possum (μπορώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpo.teːns/
 

Μετοχή[επεξεργασία]

potens, potens, potens

Κλίση[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική potens potens potens potentēs potentēs potentia
γενική potentis potentis potentis potentium potentium potentium
δοτική potentī potentī potentī potentibus potentibus potentibus
αιτιατική potentem potentem potens potentēs potentēs potentia
κλητική potens potens potens potentēs potentēs potentia
αφαιρετική potente/
potenti1
potente/
potenti1
potente/
potenti1
potentibus potentibus potentibus
1potente η επιρρηματική μετοχή και potenti η επιθετική
(Μετοχές)

Επίθετο[επεξεργασία]

potens, potens, potens

Πηγές[επεξεργασία]