potens
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
potens, potens, potens
- δυνάμενος, αυτός που μπορεί, που είναι σε θέση
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | potens | potens | potens | potentēs | potentēs | potentia |
γενική | potentis | potentis | potentis | potentium | potentium | potentium |
δοτική | potentī | potentī | potentī | potentibus | potentibus | potentibus |
αιτιατική | potentem | potentem | potens | potentēs | potentēs | potentia |
κλητική | potens | potens | potens | potentēs | potentēs | potentia |
αφαιρετική | potente/ potenti1 |
potente/ potenti1 |
potente/ potenti1 |
potentibus | potentibus | potentibus |
(Μετοχές) |
Επίθετο[επεξεργασία]
potens, potens, potens
Πηγές[επεξεργασία]
- potens - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.