δυνάμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυνάμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος δύναμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
δυνάμενος, δυνάμενη και δυναμένη, δυνάμενο
- που έχει τη δυνατότητα, τη δύναμη, είναι σε θέση, έχει την ικανότητα (δόκιμο για πρόσωπα/ζωα που μπορεί να έχουν δυναμη ως υποκείμενα και όχι για άψυχα)
- Ο δυνάμενος να μετάσχει, να στείλει βιογραφικό...
- Ο δυνάμενος να βοηθήσει, ας...
- ὁ δυνάμενος σῶσαι καὶ ἀπολέσαι (κατά Ιωάννη) : που έχει τη δύναμη να σώσει ή να αφήσει κάποιον να χαθεί
- (εσφαλμένα)Τροχόσπιτο δυνάμενο να ρυμουλκηθεί