δυνάμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυνάμενος η δυνάμενη το δυνάμενο
      γενική του δυνάμενου της δυνάμενης του δυνάμενου
    αιτιατική τον δυνάμενο τη δυνάμενη το δυνάμενο
     κλητική δυνάμενε δυνάμενη δυνάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυνάμενοι οι δυνάμενες τα δυνάμενα
      γενική των δυνάμενων των δυνάμενων των δυνάμενων
    αιτιατική τους δυνάμενους τις δυνάμενες τα δυνάμενα
     κλητική δυνάμενοι δυνάμενες δυνάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυνάμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος δύναμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

δυνάμενος, δυνάμενη και δυναμένη, δυνάμενο

Ο δυνάμενος να μετάσχει, να στείλει βιογραφικό...
Ο δυνάμενος να βοηθήσει, ας...
δυνάμενος σῶσαι καὶ ἀπολέσαι (κατά Ιωάννη) : που έχει τη δύναμη να σώσει ή να αφήσει κάποιον να χαθεί
(εσφαλμένα)Τροχόσπιτο δυνάμενο να ρυμουλκηθεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]