capable
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | capable |
συγκριτικός | more capable |
υπερθετικός | most capable |
Επίθετο
[επεξεργασία]capable (en)
- ικανός να κάνω κάτι επειδή έχω τα απαραίτητα προσόντα ή ιδιότητες για να κάνω κάτι
- ικανός, έξυπνος και άξιος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]capable (fr)