δύναμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δύναμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύναμαι < πρωτοελληνική *dunamai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dewh₂-

δύναμαι, π.αόρ.: δυνήθηκα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δύναμαι < πρωτοελληνική *dunamai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dewh₂-

δύναμαι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]