μπορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπορώ < μεσαιωνική ελληνική ημπορώ < εμπορώ < αρχαία ελληνική εὐπορέω
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]μπορώ
- έχω τη δυνατότητα να κάνω κάτι
- μπορείς να πετύχεις στη ζωή σου τα πάντα, αρκεί να έχεις θέληση
- σε ευγενική ερώτηση-παράκληση, για να ζητήσω κάτι ή την άδεια για να κάνω κάτι
- Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό;
- Μπορείτε να μου δώσετε ένα ποτήρι νερό;
- Θα μπορούσατε να με βοηθήσετε;
- (απρόσωπα) μπορεί : υπάρχει η πιθανότητα να συμβεί κάτι
- μπορεί να βρέξει αύριο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Παροιμίες
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπορώ | μπορούσα | θα μπορώ | να μπορώ | μπορώντας | |
β' ενικ. | μπορείς | μπορούσες | θα μπορείς | να μπορείς | (μπόρει) | |
γ' ενικ. | μπορεί | μπορούσε | θα μπορεί | να μπορεί | ||
α' πληθ. | μπορούμε | μπορούσαμε | θα μπορούμε | να μπορούμε | ||
β' πληθ. | μπορείτε | μπορούσατε | θα μπορείτε | να μπορείτε | μπορείτε | |
γ' πληθ. | μπορούν(ε) | μπορούσαν(ε) | θα μπορούν(ε) | να μπορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπόρεσα | θα μπορέσω | να μπορέσω | μπορέσει | ||
β' ενικ. | μπόρεσες | θα μπορέσεις | να μπορέσεις | μπόρεσε | ||
γ' ενικ. | μπόρεσε | θα μπορέσει | να μπορέσει | |||
α' πληθ. | μπορέσαμε | θα μπορέσουμε | να μπορέσουμε | |||
β' πληθ. | μπορέσατε | θα μπορέσετε | να μπορέσετε | μπορέστε | ||
γ' πληθ. | μπόρεσαν μπορέσαν(ε) |
θα μπορέσουν(ε) | να μπορέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπορέσει | είχα μπορέσει | θα έχω μπορέσει | να έχω μπορέσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπορέσει | είχες μπορέσει | θα έχεις μπορέσει | να έχεις μπορέσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπορέσει | είχε μπορέσει | θα έχει μπορέσει | να έχει μπορέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπορέσει | είχαμε μπορέσει | θα έχουμε μπορέσει | να έχουμε μπορέσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπορέσει | είχατε μπορέσει | θα έχετε μπορέσει | να έχετε μπορέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπορέσει | είχαν μπορέσει | θα έχουν μπορέσει | να έχουν μπορέσει |
|