ημπορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημπορώ < μεσαιωνική ελληνική ημπορώ < εμπορώ < αρχαία ελληνική εὐπορῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ημπορώ
- άλλη μορφή του μπορώ
ημπορώ