dürfen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dürfen (de)
- μπορώ, μου επιτρέπεται (να κάνω κάτι)
- Darf ich rauchen? - Μπορώ να καπνίσω; (μου επιτρέπετε να καπνίσω;)