dürfen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

dürfen (de)

  1. μπορώ, μου επιτρέπεται (να κάνω κάτι)
    Darf ich rauchen? - Μπορώ να καπνίσω; (μου επιτρέπετε να καπνίσω;)