επιτρέπεται

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιτρέπεται < τρίτο πρόσωπο παθητικής φωνής του επιτρέπω

Ρήμα[επεξεργασία]

επιτρέπεται

Το κάπνισμα επιτρέπεται μόνο στον κήπο.
  • με ερωτηματικό χρησιμοποιείται για να ζητήσει την άδεια
Επιτρέπεται να καθίσω;


Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]