επιτρέπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτρέπω < αρχαία ελληνική ἐπιτρέπω
Ρήμα[επεξεργασία]
επιτρέπω, πρτ.: επέτρεπα, στ.μέλλ.: θα επιτρέψω, αόρ.: επέτρεψα, παθ.φωνή: επιτρέπεται
- δίνω την άδειά μου να συμβεί κάτι, δηλώνω ρητά ότι συμφωνώ ή τουλάχιστον ότι δε μου δημιουργεί πρόβλημα
- οι γονείς μου δε μου επιτρέπουν να μένω αργά έξω από το σπίτι
- παρέχω τη δυνατότητα να συμβεί κάτι
- η οικονομική μας κατάσταση δε μας επιτρέπει τέτοιες σπατάλες
- δείχνω ανοχή ή αδιαφορία απέναντι σε μια αρνητική εξέλιξη, δεν την εμποδίζω
- δε θα επιτρέψουμε να συμβεί αυτό το περιβαλλοντικό έγκλημα
- (στην παθητική φωνή, απρόσωπα) → δείτε τη λέξη επιτρέπεται
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- επιτρέπω (κάτι) στον εαυτό μου
- επιτρέψτε μου να .../ θα μου επιτρέψετε να: ευγενικός τρόπος να ζητήσουμε κάτι ή να εκφράσουμε την άποψή μας ή να βοηθήσουμε κάποιον χωρίς να τον προσβάλουμε
- Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω / Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος: αν το θέλει ο Θεός και αν μας το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες