επιτροπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτροπικός < αρχαία ελληνική ἐπιτροπικός < ἐπίτροπος
Επίθετο[επεξεργασία]
επιτροπικός
- που έχει σχέση με επίτροπο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) επιτροπικό
- το έγγραφο που πιστοποιεί ότι κάποιος είναι επίτροπος
- η ενάσκηση των καθηκόντων ενός επιτρόπου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτροπικός
|