allowed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

allowed (en)

  • he is allowed to join the excursion
  • he is not allowed, does not have the permission to...
  • smoking is allowed only outdoors