allowed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]allowed (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του allow, επιτρέπω σε κάποιον και επιτρέπω να συμβεί κάτι, επιτρέπεται
- he is allowed to join the excursion
- he is not allowed, does not have the permission to...
- smoking is allowed only outdoors