Μετάβαση στο περιεχόμενο

απαγορεύεται

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απαγορεύεται < τρίτο πρόσωπο παθητικής φωνής του απαγορεύω

απαγορεύεται


Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]