pouvoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pouvoir | pouvoirs |
pouvoir (fr) αρσενικό
- η εξουσία
- le pouvoir législatif - η νομοθετική εξουσία
- le pouvoir exécutif - η εκτελεστική εξουσία
- le pouvoir judiciaire - η δικαστική εξουσία
- η εξουσιοδότηση
Ρήμα
[επεξεργασία]pouvoir (fr)