pouvoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pu.vwar/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pouvoir pouvoirs

pouvoir (fr) αρσενικό

  1. η εξουσία
  2. le pouvoir législatif - η νομοθετική εξουσία
  3. le pouvoir exécutif - η εκτελεστική εξουσία
  4. le pouvoir judiciaire - η δικαστική εξουσία
  5. η εξουσιοδότηση

pouvoir (fr)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]