Μετάβαση στο περιεχόμενο

can

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: CAN

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
can cans

can (en)

  1. η κονσέρβα, το κουτί, το μπιτόνι, ο τενεκές, το τενεκεδάκι, ο κάδος, το μεταλλικό δοχείο
    παράδειγμα  a can opener - ανοιχτήρι για κονσέρβες
    παράδειγμα  vegetables in a can - λαχανικά σε κονσέρβα
    παράδειγμα  beer in a can - μπίρα σε κουτί
    παράδειγμα  a jerry can - μπιτόνι
    παράδειγμα  an oil can - τενεκές για λάδι
    παράδειγμα  a trash can -κάδος/δοχείο απορριμμάτων
  2. η κονσέρβα, το κουτί, το περιεχόμενο
    παράδειγμα  a can of coke - coke κουτί
    παράδειγμα  a can of Mythos - Μύθος κουτί
  3. (αργκό, ΗΠΑ) φυλακή

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας can
γ΄ ενικό ενεστώτα can
αόριστος could
παθητική μετοχή
ενεργητική μετοχή
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
Η παθητική και ενεργητική μετοχή του can δεν υπάρχουν. Το επίθετο able χρησιμοποιείται αντί γι’ αυτές στη φράση be able to για να λειτουργήσει ως η παθητική και ενεργητική μετοχή. Δείτε την λέξη able για παραδείγματα.

can (en) (modal verb)

  1. μπορώ, να, χρησιμοποιείται για να πει ότι είναι δυνατό κάποιος ή κάτι να κάνει κάτι ή να συμβεί κάτι
    παράδειγμα  Can you come?
    Θα μπορέσεις να έρθεις;
    παράδειγμα  I could not go yesterday.
    Δεν μπόρεσα να πάω χθες.
    παράδειγμα  At last I could see him.
    Επιτέλους μπόρεσα και τον είδα.
    παράδειγμα  Well, I will go, if no one else can.
    Καλά, να πάω εγώ, αν δεν μπορεί να πάει κάποιος άλλος.
    παράδειγμα  What can I do?
    Τι να κάνω;
  2. μπορώ, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάποιος ξέρει πώς να κάνει κάτι
    παράδειγμα  Can you swim?
    Μπορείς να κολυμπήσεις;
    παράδειγμα  I cannot write./I can’t write.
    Δεν μπορώ να γράψω.
  3. μπορώ, να, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος επιτρέπεται να κάνει κάτι
    παράδειγμα  You can go now.
    Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα.
    παράδειγμα  He said I could leave.
    Είπε ότι μπορούσα να φύγω.
    παράδειγμα  -“Can I take a chocolate?” -“Yes, of course you can (take one)!”
    -«Να πάρω ένα σοκολατάκι;» -«Και βέβαια να πάρεις!»
  4. μπορώ, να, χρησιμοποιείται για να ζητήσει άδεια να κάνει κάτι
    παράδειγμα  Can I go out, sir?
    Μπορώ να πάω έξω, κύριε;
    παράδειγμα  Can I also borrow books from the library this weekend?
    Να δανείζομαι κι εγώ βιβλία από τη βιβλιοθήκη τα Σαββατοκύριακα;
    παράδειγμα  -“Can I take a chocolate?” -“Yes, of course you can (take one)!”
    Να πάρω ένα σοκολατάκι;» -«Και βέβαια να πάρεις!»
     συνώνυμα:  και δείτε τη λέξη may
  5. να, χρησιμοποιείται για να εκφράσει αμφιβολίες ή έκπληξη
    παράδειγμα  What can I tell you?/What can I do?
    Τι να σου πω;/Τι να κάνω; (ως ρητορική ερώτηση που σημαίνει ότι αμφιβάλλω αν υπάρχει κάτι να σου πω ή να κάνω)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • χρησιμοποιείται την έκφραση be able to οπότε το ρήμα can είναι ελλειπτικό
    παράδειγμα  για παράδειγμα την πρόταση «Θα μπορέσω να έρθω».
    Η πρόταση “I will be able to come.” είναι σωστό.
    Η πρόταση “I will can come.” είναι λανθασμένο.
ενεστώτας can
γ΄ ενικό ενεστώτα cans
αόριστος canned
παθητική μετοχή canned
ενεργητική μετοχή canning

can (en)

  1. κονσερβοποιώ
    παράδειγμα  industry that cans olives/tomatoes/fish - βιομηχανία που κονσερβοποιεί ελιές/ντομάτες/ψάρια
  2. (αμερικανική σημασία)
    1. (μεταβατικό, ανεπίσημο, αργκό) απολύω, πετάω κάποιον από τη δουλειά του
      παράδειγμα  They canned him from his position.
      Τον απόλυσαν από τη θέση του.
      παράδειγμα  They canned her from her job.
      Tην πέταξαν από τη δουλειά της.
       συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fire
    2. κόβω κάποια ιδέα, έργο, κτλ
      παράδειγμα  He canned all the vulgar expressions.
      Έκοψε όλες τις χυδαίες εκφράσεις.
       συνώνυμα:  δείτε τη λέξη junk

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Βενετικά (vec)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

can (vec)



Τουρκικά (tr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
can < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική جان (can) <(άμεσο δάνειο) περσική جان (jân) << μέση περσική 𐫃𐫏𐫀𐫗 (gyān) <<< σανσκριτική व्यान (vyāná) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈd͡ʒɑn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

can (tr)

  1. άυλη οντότητα που επιτρέπει σε ανθρώπους και ζώα να ζουν και χωρίζεται από το σώμα μετά το θάνατο, ψυχή, η βασική αρχή της ύπαρξης και της ζωής
  2. ζην, ζωή, επιβίωση
     συνώνυμα: hayat, yaşam, yaşama
  3. δύναμη, ζωντάνια, ζωτικότητα, σθένος
     συνώνυμα: güç, dirilik
  4. άτομο, πρόσωπο, άνθρωπος
  5. η ύπαρξη ενός ανθρώπου, η ουσία και ο πυρήνας του
  6. καρδιά, το μέρος που θεωρείται η πηγή των αισθημάτων, των παθών, της ηθικής
     συνώνυμα: gönül, kalp, yürek
  7. αδελφός του τάγματος σύμφωνα με τις σέκτες των Μπεκτασήδων και των Μεβλεβήδων

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. can - Nişanyan Sözlük. Çağdaş Türkçenin Etimolojisi [Λεξικό (του) Νισανιάν. Ετυμολογία της σύγχρονης τουρκικής] μονόγλωσσο τουρκικό λεξικό του Σεβάν Νισανιάν, online από το 2002



Ιταλικά (it)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

can (it) (διαλεκτικά της Εμίλια-Ρομάνια)