can
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
can (en)
- μπορώ, δύναμαι, έχω τη δυνατότητα
- κονσερβοποιώ
- (αμερικανική αργκό) απολύω
- (αμερικανική αργκό) κόβω, σταματώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
can (en)
- μεταλλικό δοχείο, κονσέρβα, μπιτόνι, τενεκές, τενεκεδάκι
- κονσέρβα (το περιεχόμενο)
- (αμερικανική αργκό) φυλακή
Εκφράσεις[επεξεργασία]
carry the can: πληρώνω τη νύφη
Βενετικά (vec)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
can (vec)
Τουρκικά (tr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
can (tr)
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
can (it)