junk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | junk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | junks |
αόριστος | junked |
παθητική μετοχή | junked |
ενεργητική μετοχή | junking |
junk (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω κάτι ως άχρηστο
- ↪ Junk all these papers!
- Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
- ↪ They junked all the old furniture and bought new ones.
- Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
- ≈ συνώνυμα: can, cast away, chuck, chuck out, discard, dispose of, ditch, dump, get rid of, jettison, scrap, throw away, throw out, toss, toss away, toss out, trash
- ↪ Junk all these papers!