toss
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | toss |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tosses |
αόριστος | tossed |
παθητική μετοχή | tossed |
ενεργητική μετοχή | tossing |
Ρήμα
[επεξεργασία]toss (en)
- (μεταβατικό) πετάω, ρίχνω κάτι απαλά ή απρόσεκτα
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πετάω, ρίχνω νόμισμα
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω κάτι ως άχρηστο
Πηγές
[επεξεργασία]- toss - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετώ, ρίχνω