Μετάβαση στο περιεχόμενο

dump

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dump dumps

dump (en)

  1. καλάθι των αχρήστων
  2. (πληροφορική) η απόρριψη των άχρηστων ή παλιών αρχείων ή το μέρος όπου έχουν αποθηκευτεί

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας dump
γ΄ ενικό ενεστώτα dumps
αόριστος dumped
παθητική μετοχή dumped
ενεργητική μετοχή dumping

dump (en)

  • (μεταβατικό) πετάω κάτι ως άχρηστο
    παράδειγμα  Dump all these papers!
    Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
    παράδειγμα  They dumped all the old furniture and bought new ones.
    Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
    παράδειγμα  They dumped the trash in front of the school.
    Πέταξαν τα σκουπίδια μπροστά στο σχολείο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη junk