παλιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | παλιός | παλιά | παλιό |
γενική | παλιού | παλιάς | παλιού |
αιτιατική | παλιό | παλιά | παλιό |
κλητική | παλιέ | παλιά | παλιό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | παλιοί | παλιές | παλιά |
γενική | παλιών | παλιών | παλιών |
αιτιατική | παλιούς | παλιές | παλιά |
κλητική | παλιοί | παλιές | παλιά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλιός < αρχαία ελληνική παλιός < αρχαία ελληνική παλαιός με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας[1] Δείτε και παλαιός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παλιός, -ά, -ό
- που ανάγεται στο παρελθόν (αλλά για ιστορικές εποχές, δείτε και παλαιός)
- ένας παλιός μου φίλος παντρεύεται και θα πάω στο γάμο
- στις ταινίες εποχής βλέπουμε να κυκλοφορούν παλιά αυτοκίνητα
- (για αντικείμενα) που έχει κατασκευαστεί πριν από πολλά χρόνια και, συνήθως, έχει υποστεί τη φθορά του χρόνου
- είχαν στο σπίτι ένα παλιό πιάνο
- που χρησιμοποιούνταν ή ίσχυε στο παρελθόν και τώρα έχει αντικατασταθεί ή χρησιμοποιείται παράλληλα με κάτι άλλο νεότερο προς το οποίο και αντιτίθεται
- πούλησε το παλιό του αυτοκίνητο σε έναν γνωστό
- χρησιμοποιεί για τις καθημερινές μετακινήσεις μέσα στην πόλη το παλιό αυτοκίνητο
- δείτε και τα ουσιατικά: ο παλιός, τα παλιά
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται κυρίως για το πρόσφατο παρελθόν
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στα παλιά μου τα παπούτσια: σε ένδειξη αδιαφορίας
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλιός
- ↑ «παλιός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.