ancien
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ancien | anciens |
θηλυκό | ancienne | anciennes |
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ancien (fr)
- παλαιός
- παλιός, ξεπερασμένος
- αρχαίος
un temple ancien - ένας αρχαίος ναός
- αρχαϊκός
- παμπάλαιος
- πρεσβύτερος