ancienneté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ancienneté < ancien
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ancienneté | anciennetés |
ancienneté (fr) θηλυκό
- το παλαιό, η παλαιότητα
- η προϋπηρεσία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ancien