Μετάβαση στο περιεχόμενο

ancienneté

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ancienneté < ancien

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ancienneté anciennetés

ancienneté (fr) θηλυκό

  1. το παλαιό, η παλαιότητα
     συνώνυμα: antiquité
  2. η προϋπηρεσία

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη ancien