old

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

old (en)

  1. παλιός
    an old car
  2. μεγάλης ηλικίας
    an old man
  3. μιας καθορισμέννης ηλικίας
    how 'old are you? I am forty years old
  4. παλιός, προηγούμενος
    I gave to my son my old computer
  5. παλιός, ξεπερασμένος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]