elder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

elder (en)

  1. μεγαλύτερος[1] (σε ηλικία)
  2. αφροξυλιά
  3. σαμπούκα

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

elder (en)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. χρησιμοποιείται μόνο σαν δηλωτικό· στις συγκρίσεις χρησιμοποιείται το older