γέρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γέρος | οι | γέροι |
γενική | του | γέρου | των | γέρων |
αιτιατική | τον | γέρο | τους | γέρους |
κλητική | γέρο & γέρε |
γέροι | ||
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γέρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γέρος < αρχαία ελληνική γέρων
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈʝe.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐ρος
- τονικό παρώνυμο: γερός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γέρος αρσενικό (θηλυκό γριά)
- (όχι πολύ ευγενικό) πολύ μεγάλος σε ηλικία, ηλικιωμένος
- (οικείο ή μειωτικό ο πατέρας κάποιου
- ↪ Πάω να ζητήσω χαρτζιλίκι από το γέρο μου.
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- Γέρος της Δημοκρατίας (προσωνύμιο)
- Γέρος του Μοριά (προσωνύμιο)
[επεξεργασία]
- για το θέμα γεροντο- → δείτε γέροντας και γεροντο-
- γερο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γερο- από το γέρος στο Βικιλεξικό
- όπως γερόλυκος, γερομπαμπαλής, γεροξεκούτης, ...
- λήγουν σε -γερος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γέρος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- γέρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καμαρότος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)